5/10/07

Κρήτη, ο τόπος μου...













"Στέκει δίπλα στη θάλασσα το μαύρο το νησί μου
κι ανιστορά ίντα πέρασε και θλίβεται η ψυχή μου...

Θλίβομαι μα και χαίρομαι για όσα επεράσα
και λαχταρώ να τα γευτώ μέσα σε μιαν ανάσα..."


Κάποτε, λέγανε οι παππούδες μου, τον καιρό που οι άντρες ήτανε θεριά και σηκώνανε με τα χέρια τους τα τεράστια λιθάρια που κάποιοι τα ονόμασαν "κυκλώπεια", οι άνθρωποι μιλούσανε τραγουδιστά. Πέρασαν οι καιροί, μίκρυναν τα λιθάρια, μίκρυναν οι άνθρωποι και δεν μπορούσαν πια να σηκώσουν άλλο εξόν από τα ταπεινά χαλίκια της γης. Όμως, αυτό το λιγόστεμα δεν ήταν το μόνο κακό που τσι βρήκε. Χάσανε και τον τρόπο να μιλούν σαν τ' αηδόνια. Κανείς δεν έμαθε ποια ήταν η αιτία τση φθοράς...

Από καιρό σε καιρό, κατά πώς προστάζει η Φωνή, ανεβαίνει στο νησί μια ψυχή, θρονιάζεται σε νιο κορμί και αρχίζει να μιλά με τον παλιό, το θεϊκό τον τρόπο. Και τότε, οι υπόλοιποι, οι άλαλοι, κουνούν το κεφάλι θαυμάζοντας και νοσταλγώντας το χαμένο παράδεισο. Κι όλοι αγωνίζονται να μιλήσουνε με τον ίδιο τρόπο. Μ' αυτόν τον τρόπο που στάζει βάλσαμο στην τυραννισμένη την ψυχή. Μάταια όμως...

Και λέει η ψυχή τού τώρα:

"Οι χρόνοι κι αν επέρασα τα πάθη κι αν διαβήκα,
η ομορφιά σου έμεινε Κρήτη μου σαν την προίκα.

Ανέγγιχτη να φυλαχτεί για τσι γενιές τσι γιάλλες
να νιώσουνε οι επόμενοι χαρές πολλά μεγάλες."

Κι οι άλαλοι ταράχτηκαν πολύ. Φοβήθηκαν μην νιώσει η ψυχή τσι μαχαιριές που ρίχνουνε στον έρμο τον τόπο. Στον τόπο που, δεν σειέται, δεν τραντάζεται να πετάξει στα μαύρα κύματα τσι μαγαρισμένους, μόνο τσι δέχεται με αγάπη σαν τση μάνας, που όλα τα συγχωρνά και σκύβει την κεφαλή για να μη δούνε το ξεστρατισμένο δάκρυ...

Από το φόβο μην ξεστρατίσει και δεύτερο δάκρυ, δάκρυ που θ' άνοιγε χάος βαθύ στη γη μα και στη μνήμη, ακούστηκε η Φωνή να λέει:
"Στράφου ψυχή!"

Η ψυχή εστράφηκε προς τη μεριά όπου ακούστηκε η Φωνή κι ένιωσε πως ξαναγεννιέται. Βυθίστηκε στα φωτεινά νερά του αιώνιου πελάγου κι άφησε τσι μιλιές τω δελφινιώ να τη διδάξουνε με τη σοφία τση σιωπής και τση ελευθερίας.

Έτσα, σοφή και λεύτερη ακούστη η ψυχή:
"Πόσα πολλά κατέχανε του Μίνω οι θυγατέρες
μα εδά όλα τα εξέχασαν σε τούτες τσι ημέρες.

Ούλοι νογούνται έξυπνοι, σοφοί και σπουδαγμένοι
μα, ένας δε βλέπει το έρεβος όπου 'ναι βουτηγμένοι.

Μόνο, περήφανα, ιστορούν παλιά και περασμένα
έργα αλλοτινών καιρών, χωρίς ντροπή κλεμμένα."

Κι οι άλαλοι ταράχτηκαν διπλά! Μεγάλη πλάνη να θαρρείς πως πορεύεσαι στη ζωή με τα δικά σου πόδια κι άξαφνα να κοιτάζεις κάτω και να θωρείς μάρμαρα όμορφα κιτρινισμένα κι όχι τη δικιά σου τη σάρκα...

Θωρώντας τη μεγάλη ταραχή τωνε, η ψυχή μίλησε κι είπε:
"Μη σκιάζεστε μωρόψυχοι μονάχα μην ξαργείτε
τα πάντα δεν ετέλειωσαν μόν' την αλήθεια βρείτε.

Θα την εβρείτε στα τειχιά στο αίμα που πετρώνει
και δύναμη θα πάρετε στο έρμο το αλώνι,

γυρέψτε και θα μάθετε όλη την ιστορία
θα νιώσετε, θα ζήσετε, του κύρη την πικρία,

που αγώνα έκανε τρανό δίχως να κάμει πίσω
για εγγόνια που δεν άξιζαν, να ζουν επά στη νήσο".

Ακούγοντας τα ό,τι είπε η ψυχή, ένας άλαλος, λιγότερο άλαλος από τσ' αποδέλοιπους, εβγήκε ομπρός κι εζήτηξε το λόγο που δέχονται τέθοιες μεγάλες προσβολές: "Δεν είμαστε άξια τέκνα τση λεβέντισσας; Δεν ραγίζουμε τσι πέτρες όντε χτυπούμε τα στιβάνια μας στον πεντοζάλη; Δεν αυγατίζουμε τον πλούτο που μας έδωκαν οι γεδικιοί μας; Ή μπας και δεν εκαταφέραμε να φέρουμε όλους τσ' ανέμους στο νησί; Δεν είναι αρκετοί μαθές οι παράδες που σωρέψαμε στ' ανήλεια τα κατώγεια;"

Και η ψυχή απάντησε θλιμμένη:
"Ο πεντοζάλης πέρσεψε στσι μέρες όπου ζείτε,
ο πλούτος άλλαξε μορφή κι εσείς μπλιο το θωρείτε.

Οι άνεμοι με κάψανε, με λιώσανε, με δείρα
με ξεπουλούν, με κάνανε, χωράφι δίχως μοίρα,

και τα κατώγεια κάποτε είχανε δυο θυρίδες
εσείς με τσι παράδες σας τσι εκάμετε σφραγίδες,

κι ετσά το ΦΩΣ ξεστράτισε!"

Η ψυχή μπλιο δεν άνοιξε το ολόφωτο το στόμα. Το σκοτάδι απλώθηκε πάνω στσ' άλαλους...

1 σχόλιο:

chaniabee είπε...

ένα πολύ όμορφο μπλοκ!!! αν και σχεδόν 500 χρονών τα γράφεις ακόμα με περίσσια λεβεντιά!!