5/10/07

Ημέρα Δεύτερη: Οι άλαλοι δε βρίσκουνε αναπαημό...


Η νύχτα η πρώτη ήτονε πολλά δύσκολη. Όχι τόσο για την ψυχή, όσο για τσ' άλαλους. Η ψυχή, ήτονε μαθημένη τόσους αιώνες που εγύριζε στο σύμπαν παλεύοντας να κάνει τσ' ανθρώπους να γροικήσουν. Και να μιλήσουν... Μα, για τσ' άλαλους, όσα γινήκανε τη χτεσινή τη μέρα, ήταν πρωτόθωρα, ανήκουστα, παράλογα! Ταράχτηκε η ισορροπία τωνε κι ένιωσαν τη γης να τρέμει κάτω από τα πιτήδεια ραμμένα 'ποδήματα τωνε.
Δε μας εθέλει το νησί; ανατρίχιαξαν στη σκέψη. Τι λάθος εκάμαμε; αναρωτηθήκανε. Ποιος έριξε σκοτάδι στα μάθια μας; συλλογιστήκανε. Μα απάντηση δεν πήραν. Γιατί ο ένας δε διέφερε απ' τον άλλο. Όλοι τυλιγμένοι στην ίδια αγωνία. Η περηφάνεια τωνε σιγά σιγά άρχισε να λιώνει... Οι κεφαλές εγείρανε και προσπαθούσανε την άκρη τση κλωστής να βρούνε. Δεν τ' άντεχαν το μούγκρισμα του θεριού που ερχόταν απ' τα βάθη του λαβύρινθου...
Κι εκειά που η απογοήτευση κόντεψε να τσι βγάλει,

ακούστηκε η ψυχή:
"Καλή η μέρα δύσκολο να πεις εις τσι ξενύχτες
σ' αυτούς που ο τρόμος φώλιασε μες τση ψυχής τσι δίχτες.

Αυτό που πρέπει να ειπωθεί είναι να μη λυγάτε,
ο πόλεμος δεν τέλεψε το αίμα δεν κοιμάται.

Μόνο ξανοίξτε γύρω σας και αναλογιστείτε
πως είν' σιμά σας η ζωή και δύναμη θα βρείτε.

Δύναμη για να διώξετε τη σκόνη απ' το κορμί σας
και να καλοκοιτάξετε τα βάθη τση ψυχή σας,

Γιατί ούλοι έχετε ψυχή, μόν' είν' καλά χωσμένη..."

Μόλις σταμάτησε η ψυχή να μιλεί, ψίθυρος μέγας απλώθηκε τριγύρω. Όλοι οι άλαλοι αναρωτιούνταν και ψάχνανε τη σημασία τω λόγω τση. Γύρω μας είναι η ζωή κι η δύναμη; φώναζαν ο ένας στον άλλο με ταραχή και μ ' αγωνία... Ξάφνου ένας επρόβαλε μέσα από τ' αγριεμένο το κοπάδι, στάθηκε ομπρός τους και με φωνή βροντή - η μόνη φωνή μες στσ' άλαλους που δεν έτρεμε - είπε: "Αδέρφια, έφτασε η ώρα να βρούμε τη λαλιά μας! Δίκιο που το 'χει η ψυχή! Πώς και τ' αντέξαμε να ζούμε σκυφτοί κι αμίλητοι; Πώς και τ' αντέξαμε να λέμε μοναχά πως είμαστε, μα να μην είμαστε στ' αλήθεια, τση λεβέντισσας οι γιοι κι οι θυγατέρες; Πώς;" Τέτοια ήταν η οργή του άλαλου που τόλμησε να υψώσει τη φωνή, που οι υπόλοιποι σταμάτησαν τον ψίθυρο το μέγα, άνοιξαν τσι θύρες και τα παραθύρια του νου και τσι καρδιάς και άκουγαν... Κι ήτανε σα να βύζαιναν το πρώτο γάλα από την έρμη μάνα... Κι η φωνή του άλαλου που βγήκε ομπρός, έγινε δίχταμο απάνω στσι πληγές τωνε.

Χαμογελώντας η ψυχή, τσοι κοίταξε στοργικά και των εμήνυσε:
"Τα μαύρα κρέπια τση νυχτός, φεύγουνε μπλιο, πετούνε
και τα κορμιά τα δύστυχα, δειλά, ψηλά θωρούνε.

Κι εκειά μέσα στα σύγνεφα βλέπουν τη να προβάλλει,
αρχόντισσα, κυρά σωστή, Ελπίδα η Μεγάλη.

Είναι βασίλισσα τρανή, με εξουσία θεία,
μα δε θα ΄ρθει ακάλεστη, δεν κυβερνά με βία!

Κι είναι πολλά χαρούμενη, που κάποιοι την καλούνε
μες στη ζωή των τη φτωχή, γλήγορα να τη δούνε!"

Δεν υπάρχουν σχόλια: