5/10/07

Ημέρα Τέταρτη: Οι άνεμοι οργιστήκασι...


Το φως τσ' αυγής εβρήκε τσοι δύσμοιρους τσ' άλαλους ξάγρυπνους να ψάχνουνε στα τρίσβαθα τση ψυχής τωνε να βρούνε μια σταλιά δύναμη που θα τσοι 'κανε να σηκώσουνε μπόι στσ' ανέμους. Και τότες αρχίσανε να φυσούνε! Πρώτος εφάνη ο μαΐστρος με τέθοια όργητα που δεν την είχανε ξανανιώσει οι άλαλοι ίσαμε εκείνη την ώρα! Τα μάθια όλων εστράφηκαν προς την ψυχή...

Και η ψυχή ακούστηκε και είπε:

"Ολημερνίς και να φυσά, το κάστρο δεν το ρίχνει,
το κάστρο είναι αέρινο και καίει μα δεν το δείχνει.
Αυτό είναι του μέγιστου ο φόβος ο μεγάλος
και το θωρεί και σκιάζεται σαν Ευρυστέας άλλος.
Σκιάζεται και ταράσσεται στη φλόγα την αιώνια
τσι μέρες του μετρά με οργή και λέει δίχως συμπόνοια,
Λέει πως είναι δυνατός και πόλεμο σηκώνει
ενάντια στ' απείθαρχου που ανάστημα ορθώνει.
Μα ο απείθαρχος έχει ψυχή!"

Η προφητεία τση ψυχής έκανε τσοι άλαλους να αναθαρρέψουνε, να σηκώσουνε τη μαθιά κόντρα στο μαΐστρο και να τον εκοιτάξουνε δίχως να του μιλούνε με λόγια του κορμιού. Κι όμως τα λόγια τση ψυχής, τση κοιμισμένης τωνε ψυχής, ήτονε ξεκάθαρα. Του το 'λεγαν κι ας μην ακουγότανε με ανθρώπινη ομιλία: Δεν τον εφοβούνταν μπλιο! Είχανε σύμμαχο καλό τα αγιασμένα σίδερα, τα αίματα τα ξεραμένα πάνω στσι τάβλες τση μονής, τσι μπάλες που τα θαύματα εστέξανε στσοι τοίχους, τον πλάτανο, που, πάντοτε μεσάνυχτα, έσκυβε στσι περαστικούς και με φωνή τρεμουλιαστή τωνε εθύμιζε του μαρτυρίου τη φρίκη... Είχανε σύμμαχο την γνώση των παλιώ καιρώ...
Μετά απ' αυτές τσι σκέψεις επήρανε δύναμη, επήρανε και τη μεγάλη απόφαση: Κάθε φορά που θα φυσούσε ο μέγιστος, αυτοί θα στρέφανε τα μάθια στσι παλιούς καιρούς, θα παίρνανε φυσέκια και θα τονε σημαδεύανε. Ετσά, σιγά σιγά ο μέγιστος θα λιγόστευε και θα γινότανε από ανεμοστρόφιλο, αεράκι δροσερό...

Βλέποντας τσοι, η ψυχή εχαμογέλασε... Οι δύσμοιροι αρχίσανε δειλά δειλά να ορίζουνε τη μοίρα τωνε... Κιανείς δε θα μπορούσε μπλιο να τσοι πει δύσμοιρους!

Δεν υπάρχουν σχόλια: